αβρόχοις ποσί(ν) | = (με άβρεχτα πόδια), άκοπα ή χωρίς ζημιά, χωρίς να κοστίσει τίποτα |
αιτία
|
= λόγω, εξαιτίας
|
άμα τη αφίξει
|
= με την άφιξη, τη στιγμή της άφιξης
|
άμα τη εμφανίσει,
επί τη εμφανίσει |
= με την εμφάνιση, μόλις εμφανιστεί ή μόλις εμφανίστηκε
= με την εμφάνιση, μόλις το εμφανίσει (επιδείξει) κανείς
|
ανάγκα
|
= στην ανάγκη
|
ανωτέρα βία
|
= λόγω
ανωτέρας βίας, από απροσδόκητο γεγονός (που ξεφεύγει από τον έλεγχό μας) |
συνοδεία
|
= συνοδευόμενος
|
άφες αυτοίς
|
= συγχώρησέ τους, μεταφορικά: άστους, μην τους δίνεις σημασία
|
άφες ημίν τα οφειλήματα ημών
|
= συγχώρησέ μας τις αμαρτίες μας
(Από την κυριακή προσευχή, το «πάτερ ημών»)
|
βάσει, επί τη βάσει
|
= με βάση, βασιζόμενος σε, σύμφωνα με
|
γαία πυρί μιχθήτω
|
= (ας αναμειχθεί χώμα και φωτιά), ας γίνει ό,τι θέλει, ας γίνει ό,τι να' ναι, μου (σου, του,...) είναι εντελώς αδιάφορο
|
γνωστόν τοις πάσι,
τοις πάσι γνωστόν |
= σε όλους γνωστό, πασίγνωστο (πας, παντός, παντί, πάντα, πας, πάντες, πάντων, πάσι, πάντας, πάντες)
|
γυναιξί
|
= στις, με γυναίκες
|
δαπάνη,
δαπάναις |
= με δαπάνη, με δαπάνες, με έξοδα
|
δημοσία
|
= δημοσίως
|
δημοσία δαπάνη
|
= με δημόσια δαπάνη, με έξοδα του δημοσίου
|
δικηγόρος παρ' Αρείω Πάγω
|
= δικηγόρος στον Άρειο Πάγο
|
δόξα πατρί
|
= δόξα στον πατέρα (Θεό)
|
δόξα σοι
|
= δόξα σε σένα
|
δόξα τω Θεώ
|
= δόξα να έχει ο Θεός
|
δος ημίν σήμερον
|
= δώσε μας σήμερα (Από την Κυριακή προσευχή)
|
δυνάμει
|
= σύμφωνα με
|
δυνάμει, εν δυνάμει
|
= δυνητικός, δυνητικά
|
ειρήνη υμίν
|
= (ειρήνη σε σας, φράση του Ευαγγελίου)
|
Ειρήσθω εν παρόδω
|
εν παρόδω = (σε πάροδο) = σε παρένθεση, παρενθετικά
Ειρήσθω εν παρόδω (= ας λεχθεί παρενθετικά).
|
έκαστος εφ' ω ετάχθη
|
= Ο καθένας (εκεί όπου παρατάχθηκε) πρέπει να κάνει αυτό που ανέλαβε (ή αυτό που έχει χρέος να κάνει)
|
ελαφρά τη καρδία
|
= χωρίς βάθος, χωρίς σοβαρή σκέψη, επιπόλαια
|
ελαφρά τη συνειδήσει
|
= με ελαφριά τη συνείδηση, χωρίς τύψεις
|
ελέω Θεού
|
= με την ευσπλαχνία του Θεού, με τη χάρη του Θεού
|
ελλείψει
|
= με έλλειψη, λόγω έλλειψης
|
εν (πλήρει) συγχύσει
|
= σε πλήρη σύγχυση
|
εν αγαστή συμπνοία
|
= με θαυμαστή συμφωνία
|
εν αγνοία
|
= (σε άγνοια) = χωρίς γνώση
|
εν αδίκω
εν δικαίω |
= σε άδικο
= σε δίκαιο
Είμαι εν αδίκω = έχω άδικο. Είμαι εν δικαίω = έχω δίκιο
|
εν αμύνη
|
= σε άμυνα
|
εν αμφιβόλω
|
= σε αμφιβολία
|
εν ανάγκη
|
= στην ανάγκη, αν χρειαστεί
|
εν αναμονή
|
= σε αναμονή, αναμένοντας, περιμένοντας
Είμαστε εν αναμονή εξελίξεων = Αναμένουμε εξελίξεις
|
εν αφθονία
|
= σε αφθονία, αφθόνως, άφθονος .
|
εν αντιθέσει (προς)
|
= σε αντίθεση (με)
|
εν φάσει
|
= σε φάση, με την ίδια φάση
|
εν απαρτία
|
=
σε απαρτία = με αριθμό παρόντων ίσο ή μεγαλύτερο από εκείνον που
απαιτείται κατ' ελάχιστον για τη λήψη έγκυρης απόφασης (σε συνέλευση
ενός οργάνου)
|
εν αποστρατεία
|
= σε αποστρατεία, απόστρατος
|
εν αποσυνθέσει
|
= σε αποσύνθεση
|
εν απουσία
|
= κατά την απουσία
|
εν αρχή
εν τέλει, εντέλει |
= στην αρχή, καταρχήν, καταρχάς
|
εν αταξία
εν τάξει, εντάξει |
= σε αταξία, όχι σωστά ή κανονικά
= σε τάξη, σωστά, κανονικά |
εν αχρηστία,
εν χρήσει |
= σε αχρηστία
= σε χρήση . |
εν βρασμώ ψυχής
|
= σε ψυχική ταραχή, σε σύγχυση
|
εν γένει
|
= γενικά
|
εν γνώσει
|
= σε γνώση, γνώστης, ξέροντας, γνωρίζοντας
|
εν δήμω
|
= στο δήμο, δημοσίως
Τα εν οίκω μη εν δήμω = τα ενδοοικογενειακά μην τα κοινολογείς
|
εν διαστάσει
|
= σε διάσταση, σε διακοπή της συμβίωσης
|
εν διεγέρσει
εν ηρεμία |
= σε διέγερση, ενεργός
= σε ηρεμία, ανενεργός |
εν δικαίω
εν αδίκω |
= σε δίκαιο
= σε άδικο |
εν διωγμώ
|
= σε διωγμό, σε καταδίωξη
|
εν δράσει
|
= σε δράση, ενεργός
|
εν δυνάμει,
|
= δυνητικός, δυνητικά
|
εν εγρηγόρσει εν υπνώσει,
|
= στον ξύπνο, ξυπνητά
= σε ύπνωση, στον ύπνο, υπνωτισμένα |
εν είδει
|
= με τη μορφή, σαν, ως (είδος=μορφή)
|
εν ειρήνη
|
= σε ειρήνη, ειρηνικά, με ειρήνη
|
εν εκκλησίαις
|
= σε εκκλησίες, σε συναθροίσεις
|
εν εκτάσει,
εν περιλήψει |
= σε έκταση, εκτεταμένα
= σε περίληψη, περιληπτικά |
εν Ελλάδι
|
= στην Ελλάδα
|
εν εναντία περιπτώσει
|
= σε ενάντια περίπτωση, σε αντίθετη περίπτωση, αντιθέτως
|
εν ενεργεία
|
= σε ενεργό υπηρεσία {όχι σε παύση, όχι σε σύνταξη}
|
εν ενί λόγω
|
= με μια λέξη, συνοπτικά
|
εν ενί στόματι
|
= με ένα στόμα, όλοι μαζί
|
εν εξάλλω καταστάσει
|
= σε έξαλλη κατάσταση, έξαλλος, έξω φρενών
|
εν εξάρσει
|
= σε έξαρση, σε έντονη κλιμάκωση, σε φούντωμα
|
εν εξελίξει
|
= σε εξέλιξη
|
εν εσχάτη ανάγκη
|
= σε έσχατη ανάγκη, σε τελευταία ανάγκη
|
εν εσχάτη περιπτώσει
|
= σε έσχατη περίπτωση, σε τελευταία περίπτωση
|
εν έτει
|
= στο έτος, τη χρονιά
|
εν ευθέτω χρόνω
|
= (σε εύθετο χρόνο) = σε κατάλληλο χρόνο, αργότερα
|
εν ευθυμία
|
= σε ευθυμία
|
εν εφεδρεία
|
= σε εφεδρεία
|
εν ζωή
|
= στη ζωή, όντας ζωντανός
|
εν η περιπτώσει, εν περιπτώσει
|
= σε περίπτωση που, αν τύχει και, αν συμβεί να
|
εν ηρεμία
εν διεγέρσει |
= σε ηρεμία, ανενεργός
= σε διέγερση |
εν θαλάσση
|
= στη θάλασσα
|
εν θερμώ
εν ψυχρώ
|
= σε θερμή κατάσταση (με παροχή θερμότητας)
= σε έξαψη (όχι ψύχραιμα)
= ψύχραιμα και χωρίς κανένα δισταγμό
= σε ψυχρή κατάσταση
Αντίδραση με θειικό οξύ εν θερμώ.
|
εν ισχύι
|
= σε ισχύ, σε εφαρμογή, ισχύων (ισχύουσα, ισχύον)
|
εν καιρώ
|
= αργότερα, κάποτε (στο μέλλον)
|
εν καιρώ ειρήνης,
εν καιρώ πολέμου
|
= σε καιρό ειρήνης, σε περίοδο ειρήνης, στην ειρήνη
= σε καιρό πολέμου, σε περίοδο πολέμου, στον πόλεμο.
|
εν καιρώ τω δέοντι
|
= όταν θα έρθει η κατάλληλη στιγμή
|
εν καταδύσει
|
= σε κατάδυση, βυθισμένος
|
εν κατακλείδι
|
= τελειώνοντας, κλείνοντας
(κατακλείδα = τελευταίο μέρος του λόγου, επίλογος) |
εν κενώ
|
= σε κενό (αέρος), απουσία αέρος
= χωρίς φορτίο, χωρίς φόρτο (τεχνολογία) |
εν κινδύνω
|
= σε κίνδυνο, κινδυνεύοντας
|
εν κινήσει
|
= σε κίνηση
|
εν κρυπτώ
|
= κρυφά, στα κρυφά
|
εν λειτουργία
|
= σε λειτουργία
|
εν λευκώ
|
= (με λευκή - ανύπαρκτη - δέσμευση) = ελεύθερα, χωρίς κανέναν περιορισμό, χωρίς όρους
|
εν λόγω
|
= ο περί ου ο λόγος, ο υπόψη
|
εν μέρει
εν όλω, εν συνόλω, εν τω συνόλω |
= ως μέρος, μερικώς
= ως σύνολο, συνολικά |
εν μέση οδώ
|
= στη μέση του δρόμου, καταμεσής του δρόμου
|
εν μέσω, εν τω μέσω
|
= στη μέση, ανάμεσα σε, μέσα σε, περιστοιχιζόμενος από
|
εν μέτρω
|
= με μέτρο, με περίσκεψη, λελογισμένως
|
εν μιά νυκτί
|
= μέσα σε μια νύχτα, σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα
|
εν οίκω
|
= μέσα στο σπίτι, στο σπίτι
|
εν ολίγοις
|
= με λίγα λόγια
|
εν όλω
εν μέρει |
= ως σύνολο, συνολικά
= ως μέρος, μερικώς |
εν ομονοία
|
= με ομόνοια, μονοιασμένοι, με συμφιλίωση, συμφιλιωμένοι
|
εν ονόματι
|
= στο όνομα, βάσει, δυνάμει
|
εν όσω = ενόσω
|
= εφόσον, για όσο
|
εν ουδεμιά περιπτώσει
|
= σε καμιά περίπτωση δεν, ποτέ δεν
|
εν όψει
|
= εν αναμονή, σε αναμονή, περιμένοντας
= σε θέση ορατότητας |
εν παντί καιρώ,
εν πάση ώρα |
= οποτεδήποτε
|
εν παραλλήλω,
εν σειρά |
= παράλληλα
= σε σειρά |
εν παρόδω
|
= (σε πάροδο) = σε παρένθεση, παρενθετικά
Ειρήσθω εν παρόδω (= ας λεχθεί παρενθετικά).
|
εν πάση περιπτώσει
|
= σε κάθε περίπτωση,τέλος πάντων, ό,τι κι αν γίνει, πάντως
|
εν περιλήψει, εν εκτάσει
|
= σε περίληψη, περιληπτικά
= σε έκταση, εκτεταμένα |
εν πλω
|
= κατά τον πλου, κατά τη διάρκεια της πλεύσης, πλέοντας
|
εν πνεύματι
|
= με πνεύμα, πνευματικά
|
εν πολλαίς αμαρτίαις
|
= (σε πολλές αμαρτίες)
|
εν πολλοίς
|
= ανάμεσα σε πολλά (άλλα)
|
εν προκειμένω
|
= επί του προκειμένου = σχετικά με αυτό που λέμε, σχετικά με το θέμα μας
|
εν πρώτοις
|
= πρώτα-πρώτα, καταρχήν, καταρχάς
|
εν πτήσει
|
= κατά τη διάρκεια πτήσης, πετώντας
|
εν ριπή οφθαλμού
|
= (με το ρίξιμο του βλέμματος, σε μια ματιά) = αστραπιαία
|
εν σοφία
|
= με σοφία, σοφά
|
εν σπέρματι
|
= σε σπέρμα, ως σπέρμα, ως σπόρος, σε αρχικό στάδιο
|
εν σπουδή
| |
εν στάσει
|
= (σε στάση) = σταματημένος, στάσιμος
|
εν στενώ κύκλω
εν κλειστώ κύκλω |
= σε στενό κύκλο, σε κλειστό κύκλο, σε περιορισμένο αριθμό ανθρώπων
|
εν στολή
|
= με στολή, ένστολος
|
εν συγκρίσει με,
εν συγκρίσειι προς |
= σε σύγκριση με .
|
εν συμπεράσματι
|
= (σε συμπέρασμα) = συμπερασματικά
|
εν συνδυασμώ
|
= σε συνδυασμό, σε σύνδεση
|
εν συνεχεία
|
= στη συνέχεια, αμέσως μετά
|
εν συνόλω,
εν τω συνόλω |
= σε σύνολο, ως σύνολο, συνολικά
|
εν συνόψει
|
= σε περίληψη, συνοπτικά, περιληπτικά, συνοψίζοντας
|
εν συντομία
|
= (σε συντομία) = σύντομα (= με σύντομο τρόπο)
|
εν σχέσει
|
= σε σχέση
|
εν σώματι
|
= (σαν ένα σώμα) = σύσσωμα, όλοι μαζί, σύσσωμος
|
εν τάξει, εντάξει
εν αταξία |
= (στην τάξη) = τακτοποιημένος, σωστός, κανονικός (επίθ. και επίρρ.)
= σε αταξία, όχι σωστά ή κανονικά |
εν ταυτώ
|
= και τα δύο μαζί (σε ένα)
|
εν τάφω
|
= στον τάφο, στο μνήμα )
|
εν τάχει
|
= (στα) γρήγορα, ταχέως
|
εν τέλει, εντέλει
εν αρχή |
= στο τέλος, τελικά ή για να τελειώνουμε
= στην αρχή |
εν τελευταία αναλύσει
|
= σε τελευταία ανάλυση, τέλος πάντων, για να τελειώνουμε
|
εν τη απουσία
εν απουσία |
= κατά την απουσία
|
εν τη γενέσει
|
= (κατά την γένεση) = στη φάση της δημιουργίας
|
εν τη ενώσει η ισχύς
|
= (στην ένωση η δύναμη) = ενωμένοι είμαστε πιοδυνατοί
|
εν τη Ιουδαία
|
= στην Ιουδαία
|
εν τη παλάμη
|
= (στην παλάμη) = στο χέρι
|
εν τη πράξει,
εν τοις πράγμασι |
= στην πράξη
|
εν τη ρύμη του λόγου
|
= (στη ροή του λόγου) = πάνω στη φόρα της κουβέντας
|
εν τιμή
|
= σε τιμή, με τιμή
|
εν τοιαύτη περιπτώσει
|
= (σε τέτοια περίπτωση) = αφού είναι έτσι (ταπράγματα)
|
εν τοις ουρανοίς
|
= στους ουρανούς (από την Κυριακή προσευχή)
|
εν τοις υψίστοις
|
= στα ύψη, στα ύψιστα σημεία, στον ύψιστο
|
εν τόπω χλοερώ
|
= σε τόπο χλοερό
|
εν τούτοις
|
= όμως, παρ΄όλα αυτά
|
εν τούτω νίκα
|
= με αυτό να νικήσεις
|
εν τω άμα και το θάμα
|
= στο άψε σβήσε, ταχύτατα, στη στιγμή
|
εν τω γεννάσθαι
|
= (κατά την γέννηση) = στη φάση της γέννησης,στη φάση της δημιουργίας
λατινικό: in statu nascendi |
εν τω μέσω, εν μέσω
|
= μεταξύ, ανάμεσα σε
|
εν τω μεταξύ
|
= στο μεταξύ χρονικό διάστημα, στο χρονικό διάστημαπου μεσολάβησε, μεσολαβεί ή θα μεσολαβήσει
|
εν υπηρεσία
|
= σε υπηρεσία, σε ώρα υπηρεσίας
|
εν υπνώσει,
εν εγρηγόρσει |
= σε ύπνωση, στον ύπνο, υπνωτισμένα
= σε εγρήγορση, στον ξύπνο, ξυπνητά |
εν φάσει
εν αντιθέσει φάσεως
|
= σε φάση, με την ίδια φάση (στην Κυματική γιακύματα και στην Ηλεκτρονική για σήματα)
= σε αντίθεση φάσης, με αντίθετη φάση
|
εν χορδαίς και οργάνοις, εν χορδαίς και οργάνω
|
= [με χορδές και
|
εν χορώ
|
= (σε χορό) = όλοι μαζί (όπως ο χορός στο αρχαίοθέατρο)
|
εν χρήσει,
εν αχρηστία |
= σε χρήση
= σε αχρηστία |
εν Χριστώ
|
= με τον Χριστό, χριστιανικά
|
εν ψαλτηρίω και κιθάρα
|
= με ψαλτήριο
|
εν ψυχρώ,
εν θερμώ
|
= ψύχραιμα και χωρίς κανένα δισταγμό
= σε ψυχρή κατάσταση (χωρίς παροχή θερμότητας)
= σε θερμή κατάσταση (με παροχή θερμότητας)
= σε έξαψη (όχι ψύχραιμα) |
εν ώρα ανάγκης
|
= σε ώρα ανάγκης, αν χρειαστεί
|
ενόσω
(= εν όσω) |
= εφόσον, για όσο
|
εντάξει, εν τάξει
|
= (στην τάξη) = τακτοποιημένος, σωστός (επίθ.και επίρρ.)
|
εντέλει, εν τέλει
|
= στο τέλος, τελικά ή για να τελειώνουμε
|
εντολή άνωθεν,
άνωθεν εντολή
|
= (με εντολή από πάνω), με εντολή από ψηλότεροβαθμό της ιεραρχίας
|
ενώ
|
= 1. εν ω (χρόνω), καθ' ον χρόνον, όταν, καθώς,μολονότι
|
ενώπιος ενωπίω
|
= αντιμέτωπα, σε αντιπαράσταση
|
εξαιρέσει
|
= με εξαίρεση (+γεν, +αιτ.), εξαιρουμένου (+γεν.)
|
επ' αγαθώ
|
= για το καλό, προς όφελος
|
επ' ακροατηρίω
|
= ενώπιον ακροατηρίου
|
επ' αμοιβή
|
= με αμοιβή (όχι δωρεάν)
|
επ' ανδραγαθία
|
= για ανδραγαθία, για ηρωισμό
|
επ' αντικαταβολή
|
= με αντικαταβολή (χρηματικού ποσού)
|
επ' απειλή,
επί τη απειλή |
= λόγω του κινδύνου, για τον κίνδυνο
|
επ' άρτω
|
= με άρτον, με ψωμί, με υλικά αγαθά
|
επ' αυτοφώρω
|
= τη στιγμή του αδικήματος/εγκλήματος/παραπτώματος
|
επ' ενεχύρω
|
= με ενέχυρο
|
επ' εσχάτοις
|
= εσχάτως, τελευταίως
|
επ' ευκαιρία
επί τη ευκαιρία
|
= με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίσταση
= αλήθεια, μιας και τό ‘φερε η κουβέντα |
επ' ονόματι
|
= στο όνομα (κάποιου), με το όνομα (κάποιου)
|
επ' ουδενί (λόγω)
|
= για κανένα λόγο δεν, καθόλου δεν, με τίποταδεν
|
επ' ωφελεία
επί ζημία
|
= προς όφελος, για όφελος, επωφελής, ωφέλιμος
= προς ζημιά, για ζημιά, επιζήμιος . |
επί αντιπαροχή
επ' αντιπαροχή |
= με αντιπαροχή, με ανταπόδοση παροχής, με ανταπόδοσημέρους του οικοδομήματος αντί χρημάτων (για οικοδόμηση επί οικοπέδου)
|
επί απιστία
|
= για απιστία, για το αδίκημα της απιστίας
|
επί αποδείξει
|
= με απόδειξη
|
επί εξυβρίσει
|
= για εξύβριση
|
επί εσχάτη προδοσία
|
= για έσχατη προδοσία (εσχάτη προδοσία= η σοβαρότερη δυνατή προδοσία)
|
επί θητεία
|
= με θητεία, για θητεία
|
επί θύραις
|
= (μπροστά στην πόρτα) = προ των πυλών,πολύ κοντά, επικείμενος
λατινικό: ante portas |
επί ίσοις όροις
|
= με ίσους όρους, ισότιμα
|
επί Κολωνώ
|
= στον Κολωνό (συνοικία της Αθήνας - αρχαίοςδήμος)
|
επί κοντώ
|
= σε κοντάρι, με κοντάρι
|
επί λέξει
|
= α) κατά λέξη, αυτολεξεί, με τις ίδιες ακριβώςλέξεις
β) λέξη προς λέξη, λεπτομερειακά |
επί λόγω τιμής
λόγω τιμής, |
= στο λόγο της τιμής μου !
|
επί ματαίω
|
= για μάταιο πράγμα, για ασήμαντο πράγμα/λόγο/αιτία
|
επί μέτρω
|
= με μέτρα, με μέτρηση, στα μέτρα
|
επί μισθώ
|
= με μισθό, με μηνιαία αποζημίωση
|
επί μοιχεία
|
= για μοιχεία, για το αδίκημα της μοιχείας
|
επί παραγγελία
|
= με παραγγελία (όχι έτοιμο)
|
επί παραδείγματι
|
= για παράδειγμα, παραδείγματος χάρη (π.χ.),λογου χάρη (λ.χ.) .
|
επί πίνακι
|
= (στο πιάτο)
|
επί πιστώσει
|
= με πίστωση (όχι τοις μετρητοίς), με δικαίωμα πληρωμής στο μέλλον
|
επί πληρωμή
|
= με πληρωμή (όχι δωρεάν)
|
επί ποινή
|
= με ποινή (ακολουθεί το είδος της ποινής)
|
επί πτυχίω
|
= στο πτυχίο (μένει ακόμα το πτυχίο)
|
επί σκοπώ
|
= με σκοπό
|
επί συμβάσει
|
= με σύμβαση
|
επί τη αναλήψει
|
= για την ανάληψη, με την ανάληψη, με την ευκαιρίατης ανάληψης
|
επί τη αποχωρήσει
|
= με την αποχώρηση, με την ευκαιρία της αποχώρησης
|
επί τη βάσει, βάσει
|
= με βάση, βασιζόμενος σε, σύμφωνα με
|
επί τη εμφανίσει
άμα τη εμφανίσει |
= με την εμφάνιση, μόλις το εμφανίσει (επιδείξει)κανείς
= με την εμφάνιση, μόλις εμφανιστεί ή μόλις εμφανίστηκε |
επί τη ενάρξει
επί τη λήξει |
= για την έναρξη, με την ευκαιρία της έναρξης.
= για τη λήξη, με την ευκαρία της λήξης |
επί τη επετείω
|
= για την επέτειο, με την ευκαιρία της επετείου
|
επί τη ευκαιρία
επ' ευκαιρία
|
= αλήθεια, μιας και τό ‘φερε η κουβέντα
= με αφορμή, εκμεταλλευόμενος την περίσταση |
επί τη υποθέσει
|
= με την υπόθεση
|
επί τιμή
|
= τιμητικά, επίτιμος
|
επί τοις εκατό, επί τοιςχιλίοις,επί τοις εκατομμυρίοις
|
= στα εκατό, στα χίλια, στα ένα εκατομμύριο(παρονομαστής 100, 1000, 1000000)
|
επί τούτω,
επί τούτοις |
= για αυτό το σκοπό (λατ. ad hoc), επίτηδες
|
επί χρήμασι
|
= έναντι χρημάτων , για χρήματα, αγοραίος
|
επί ψευδορκία
|
= για ψευδορκία, για ψευδή όρκο
|
έργω εξύβριση
|
= εξύβριση με πράξη {όχι με λόγια}
|
ευγενή προσφορά
|
= με την ευγενική προσφορά (του, της κτλ.)
|
ευγενή φροντίδι
|
= με την ευγενική φροντίδα (του, της κτλ.)
|
ευθύνη
|
= με ευθύνη
|
θανάτω θάνατον πατήσας
|
= αφού νίκησε το θάνατο με θάνατο
|
Θεία χάριτι
χάριτι Θεία |
= με Θεία χάρη, με τη χάρη του Θεού, με τηνεύνοια του Θεού
|
θέσει
|
= εκ θέσεως, από τη θέση του, λόγω της θέσηςτου .
|
Θεώ
|
= στον Θεό, με τον Θεό
|
θού, Κύριε, φυλακήν τω στόματί μου
|
= (συγκράτησε, Θεέ μου, το στόμα μου)
|
ιδία
|
= ιδιαιτέρως, ξεχωριστά
|
ιδία βουλήσει
|
= με ίδια (= δική μου, δική σου, ...) βούληση,αυτοβούλως, οικειοθελώς
|
ιδία δαπάνη,
|
= με δική μου (σου, του, ...) δαπάνη, με δικάμου έξοδα
|
ιδία δυνάμει,
ιδίαις δυνάμεις |
= (με ίδια δύναμη), με τη δική του δύναμη, μετις δικές του δυνάμεις
|
ιδία ευθύνη
|
= (με ίδια ευθύνη), με δική μου (σου, του, ...) ευθύνη
|
ιδία πρωτοβουλία
|
= (με ίδια πρωτοβουλία), με δική μου (σου, του,...) πρωτοβουλία
|
ιδία υπαιτιότητι
|
= (με ίδια υπαιτιότητα), με δική μου (σου, του,...) υπαιτιότητα
Ό,τι έπαθε το έπαθε ιδία υπαιτιότητι.
|
ιδίαις αυτού (αυτής) χερσίν (ΙΑΧ)
|
= στα ίδια του (της) τα χέρια ΙΑΧ (πάνω σε φάκελο, όπου είναι γραμμένος ο παραλήπτης)
|
ιδίοις εξόδοις
|
= (με ίδια έξοδα), με δικά (μου, σου, του, της,μας, σας, τους) έξοδα
|
ιδίοις όμμασι(ν)
|
= (με ίδια όμματα), με τα ίδια (μου, σου, του,της, μας, σας, τους) τα μάτια
|
Καίσαρι
|
= στον Καίσαρα Απόδοτε τα του Καίσαρος τω Καίσαρι και τα του Θεού τωΘεώ(= Προσφέρετε στον Καίσαρα αυτά που ανήκουν στον Καίσαρα και στο Θεό αυτάπου ανήκουν στο Θεό).
|
καλή τη πίστει
|
= (με καλή πίστη) = καλόπιστα, καλοπροαίρετα,ειλικρινά, με ειλικρίνεια
|
κεραυνός εν αιθρία
|
= (κεραυνός σε ξαστεριά), απροσδόκητο γεγονός,αναπάντεχο γεγονός
|
κοινή συναινέσει
|
= με κοινή συναίνεση, με κοινή συμφωνία
|
κοινή υπαιτιότητι
|
= με κοινή υπαιτιότητα, με κοινό φταίξιμο
|
κόποις
|
= με κόπους
|
κράτος εν κράτει
|
= (κράτος μέσα σε κράτος) = οντότητα που έχει αποκτήσει ανεπίτρεπτα υπέρμετρη ισχύ
|
λόγω
|
= εξαιτίας
|
λόγω εξύβριση
|
= εξύβριση με λόγια
|
λόγω τιμής,
επί λόγω τιμής |
= στο λόγο της τιμής μου !
|
μακαρία τη λήξει
|
= με ευτυχή λήξη, με ευτυχές αποτέλεσμα
|
μερίμνη
|
= με μέριμνα, με φροντίδα
|
μέσω
|
= με, δια μέσου, με τη βοήθεια
|
μοίρα αγαθή,
μοίρα καλή μοίρα κακή |
= με μοίρα καλή
= με μοίρα κακή
|
νόμω
|
= με νόμο, κατά νόμον, νομίμως, νομικά
|
νόμω αβάσιμος
|
= νομικά αβάσιμος, αστήρικτος από το νόμο
|
νους υγιής εν σώματι υγιεί
|
=
(νους υγιής σε σώμα υγιές) = η διανοητικήυγεία είναι συνάρτηση της
σωματικής, η σωματική υγεία είναι προϋπόθεσητης πνευματικής
|
ο συ μισείς ετέρω μη ποιήσεις
|
ετέρω = (εις έτερον) = στον άλλο
|
οικεία βουλήσει
|
= οικειοθελώς, θεληματικά, με τη θέλησή μου(σου, του, ...)
|
οικεία θελήσει
|
= με δική μου (σου, του, ...) θέληση, οικειοθελώς,αυτοβούλως
|
οίκοι
|
= στο σπίτι {οίκος = σπίτι}
|
όμοιος ομοίω
|
= ο όμοιος τον όμοιο
|
ονόματι
|
= κατά το όνομα, με το όνομα
|
ουαί τοις ηττημένοις
|
= αλίμονο στους νικημένους (λατ.vaevictis,πουτο είπε ο Γαλάτης Βρέννος)
|
ουαί υμίν
|
= αλίμονο σε σας
|
ουσία
τύποις (αντίθ.)
|
= ως προς την ουσία, κατ' ουσίαν, ουσιαστικά
= ως προς τους τύπους, κατά τους τύπους, τυπικά
|
παθών εν υπηρεσία
|
= αυτός που έπαθε ατύχημα σε ώρα υπηρεσίας ήσε υπηρεσιακή αποστολή
|
παίζει εν ου παικτοίς
|
= (παίζει με πράγματα που δεν είναι για παίξιμο)= γελοιοποιεί πράγματα που είναι σοβαρά
|
παίρνω τοις μετρητοίς
|
= παίρνω στα σοβαρά (κάτι που δεν είναι τόσοσοβαρό)
|
παντί τρόπω
|
= με οποιοδήποτε τρόπο, με κάθε τρόπο, παντοιοτρόπως
|
παρ' Αρείω Πάγω
|
= στον ¶ρειο Πάγο
|
παρά τω πλευρώ
|
= στο πλευρό, πλάι, δίπλα
|
παρά τω πρωθυπουργώ
|
= κοντά στον πρωθυπουργό
|
παρουσία
|
= (με παρουσία κάποιου) = ενώ κάποιος είναι,ή ήταν, παρών
|
πάση δυνάμει
|
= (με κάθε δύναμη), με όλες τις δυνάμεις .
|
πάση θυσία
|
= (με κάθε θυσία), οπωσδήποτε
|
πεζή
|
= πεζός, πεζή, πεζό, πεζοί
|
ποιητική αδεία
|
= (με ποιητική άδεια, με άδεια του ποιητή) =με την ελευθερία που παρέχεται στον ποιητικό λόγο (ή στον ποιητή).
|
πολλώ μάλλον,
τοσούτω μάλλον πόσω μάλλον |
= πολύ περισσότερο (επιτατικό)
|
πόσω μάλλον
τοσούτω μάλλον , πολλώ μάλλον |
= πολύ περισσότερο (επιτατικό)
|
πράγματι
|
= πραγματικά, αλήθεια
|
προφάσεις εν αμαρτίαις
|
= προσχήματα για δικαιολόγηση παραλείψεων ήανεπίτρεπτων ενεργειών (αμαρτία = σφάλμα, παράπτωμα και ιδιαίτερα θρησκευτικό)
|
συν Αθηνά
|
= μαζί με την Αθηνά, εκτός από την Αθηνά
Συν Αθηνά και χείρα κίνει =
(Εκτός από την Αθηνά κούνακαι τα χέρια σου) = Εκτός από το να
επικαλείσαι βοήθεια άνωθεν πρέπει νακαταβάλεις και τις απαιτούμενες
προσωπικές προσπάθειες
|
συν αυτώ
συν αυτοίς |
= μαζί με αυτόν, μαζί με αυτούς
Φράσεις: οι συν αυτώ, οι συν αυτοίς = οιγύρω του (τους), η ακολουθία του (τους), η παρέα του (τους) |
συν γυναιξί και τέκνοις
|
= μαζί με γυναίκες και παιδιά, οικογενειακώς
|
συν Θεώ
|
= με τη βοήθεια του Θεού, Θεού θέλοντος
|
συν τοις άλλοις
|
= μαζί με όλα τ' άλλα, σε όλα τα άλλα πρόσθεσε βότι
|
συν τω χρόνω
|
= με την πάροδο του χρόνου
|
συναρτήσει
|
= σε συνάρτηση με, ως προς (σύνηθες στη φυσικήκαι στα μαθηματικά)
|
συνεπεία
|
= (ως συνέπεια) = λόγω, εξαιτίας
|
συνοδεία κιθάρας
|
= με συνοδεία (ακομπανιαμέντο) κιθάρας
|
ταύρος εν υαλοπωλείω
|
= (ταύρος σε υαλοπωλείο) = όπως αν μπει ταύροςσε υαλοπωλείο
|
τη εμφανίσει
|
Βλέπε: άμα τη εμφανίσει και επί τη εμφανίσει
|
τη τάξει
|
= στη σειρά, στη διάταξη, στην ιεραρχία
|
τοις κείνων ρήμασι
|
= στα λόγια εκείνων
|
τοις μετρητοίς
|
= σε μετρητά (αντίθετο: επί πιστώσει)
|
τοις οφειλέταις
ημών |
= (στους οφειλέτες μας) = σ' αυτούς που μαςέκαμαν κακό
|
τοις πάσι γνωστόν,
γνωστόν τοις πάσι |
= σε όλους γνωστό, πασίγνωστο (πας, παντός,παντί, πάντα, πας, πάντες, πάντων, πάσι, πάντας, πάντες)
|
τοσούτω μάλλον , πολλώ μάλλον
πόσω μάλλον |
= πολύ περισσότερο (επιτατικό)
|
τρικυμία εν κρανίω
|
= σύγχυση φρενών, διανοητική αναστάτωση, φουρτούνατου μυαλού
|
τύποις
|
= (με τύπο, τυπωμένος) = εντύπως, (+γενική)στο τυπογραφείο του
|
τύποις
ουσία (αντίθ.)
|
= ως προς τους τύπους, κατά τους τύπους, τυπικά
= ως προς την ουσία, κατ' ουσίαν, ουσιαστικά
|
τύχη αγαθή
|
= κατά καλή τύχη, ευτυχώς .
|
τω αγνώστω θεώ
|
= στον άγνωστο θεό Στην αρχαία Αθήνα υπήρχε στήλη με την αφιέρωση «τω αγνώστω θεώ».
|
τω καιρώ εκείνω
|
= τότε στα παλιά τα χρόνια (από τη γνωστή εναρκτήρια φράση του Ευαγγελίου)
|
τω κομιστή
|
= (εις τον κομίζοντα, εις τον φέροντα) = σ'αυτόν που το κρατά
|
τω όντι, τωόντι και τώντις
|
= όντως, πράγματι, πραγματικά
|
τω πνεύματι
|
= κατά το πνεύμα
πτωχός τω πνεύματι = ταπεινός |
υπαιτιότητι
|
= από υπαιτιότητα, εξαιτίας
|
φύσει
|
= εκ φύσεως, από τη φύση του, λόγω της φύσηςτου
|
φωνή βοώντος εν τη ερήμω
|
= φωνή κάποιου που φωνάζει στην έρημο, μεταφορικά:δεν ακούει κανένας, δεν υπάρχει καμιά ανταπόκριση
|
χάριτι Θεία,
Θεία χάριτι |
= με Θεία χάρη, με τη χάρη του Θεού, με τηνεύνοια του Θεού
|
ψυχή τε και σώματι
|
= (με την ψυχή και με το σώμα) = με όλες τιςδυνάμεις, ολοκληρωτικά
|
ως εν ονείρω , εν ονείρω
|
= σαν σε όνειρο, μακριά από την πραγματικότητα,αχνά και απροσδιόριστα
|
ως εν ουρανώ
|
= όπως στον ουρανό (Από την Κυριακή προσευχή)
|
ως εν παρόδω ελέχθη
|
= όπως ελέχθη παρενθετικά
Από το περιοδικό Ορόγραμμα της Ελληνικής Εταιρείας Ορολογίας (ΕΛΕΤΟ).
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου